- τανθαρύζω
- ή τανθαλύζω και τοιθορύσσω Ατρέμω.[ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι τού καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: τανθαρύζω < *θαρ-θαρύζω (με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -ρ- σε -ν-και τού αρκτικού -θ- σε -τ-, πρβλ. τονθορύζω). Ο τ. τοιθορύσσω έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο *θορ-θορύσσω (βλ. λ. τονθορύζω) με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -ρ-σε -j- (πρβλ. μάρτυρος < μαίτυρος). 'Εχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «τρέμω» (πρβλ. ρωσ. drognutb, λιθουαν. drugys)].
Dictionary of Greek. 2013.