τανθαρύζω

τανθαρύζω
ή τανθαλύζω και τοιθορύσσω Α
τρέμω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι τού καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: τανθαρύζω < *θαρ-θαρύζω (με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -ρ- σε -ν-και τού αρκτικού -θ- σε -τ-, πρβλ. τονθορύζω). Ο τ. τοιθορύσσω έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο *θορ-θορύσσω (βλ. λ. τονθορύζω) με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -ρ-σε -j- (πρβλ. μάρτυρος < μαίτυρος). 'Εχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «τρέμω» (πρβλ. ρωσ. drognutb, λιθουαν. drugys)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκτανθαρύζω — ἐκ τανθαρύζω quiver pres subj act 1st sg ἐκ τανθαρύζω quiver pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανθαλύζω — Α βλ. τανθαρύζω …   Dictionary of Greek

  • τανθαρυστός — ή τανθαριοτός, ὁ, Α [τανθαρύζω] 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί τρόμο 2. (κυρίως σε φρ.) «τανθαρυστὸς ὅρμος» είδος περιδέραιου, πολύτιμοι λίθοι (Θεόπομπ.) …   Dictionary of Greek

  • τανθαρύκτρια — και τοιθορύκτρια, ἡ, Α αυτή που προκαλεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τανθαρύζω / τοιθορύσσω + επίθημα τρία (πρβλ. ὀλολύκ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • τοιθορύσσω — Α βλ. τανθαρύζω …   Dictionary of Greek

  • dhreugh-1 —     dhreugh 1     English meaning: to tremble, shake     Deutsche Übersetzung: “zittern, (sich) schũtteln, einschrumpfen”     Material: O.E. drȳge “dry” etc, see above S. 254 f. under dhereugh ; Lith. drugỹs “fever; butterfly”, Ltv. drudzis… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”